Ζωγράφος Αθήνα, 1930
Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1948-1954) στο εργαστήριο του Γ. Μόραλη. Από το 1957 ως το 1960 έζησε στη Ρώμη. Το 1960 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έζησε ως το 1984. Το 1967 υπογράφει συμβόλαιο με την Γκαλερί «Ileana Sonnabend». Στα 1971-1972 έζησε και εργάστηκε στο Βερολίνο, με τη γερμανική υποτροφία DAAD. Το 1973 ξεκινά στο Παρίσι τη συνεργασία του με τον Α. Ιόλα. Το 1978 δημιουργεί τα πρώτα Δένδρα. Το 1980 παρουσιάζει τις θαλασσογραφίες. Το 1984 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Το 1985 πειραματίζεται με το βίντεο. Εισάγει την πραγματική κίνηση στη ζωγραφική. Τα τελευταία χρόνια δημιουργεί μνημειακών διαστάσεων κατασκευές.
Βίωσε από νωρίς την περιπέτεια της σύγχρονης τέχνης. Έζησε από κοντά τα κινήματα που διαμόρ-φωσαν τη φυσιογνωμία της στο δεύτερο μισό του αιώνα (ποπ αρτ, νεο-ρεαλισμός, arte povera, εννοι-ολογική τέχνη, minimal art). Σε μια πρώιμη περίοδο έδωσε πίνακες αφηρημένους ενός εξπρεσιονιστικού ύφους, δουλεμένους με αδρή ματιέρα και συχνά με έντονα χειρονομιακή γραφή. Οι έρευνες του Α. Burri πάνω στα τραχιά υλικά δεν τον άφησαν αδιάφορο, ενώ στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1958 εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά των ζωγράφων Α. Tapies, A. Saura, Μ. Millares, R. Canogar. Την εποχή άλλωστε αυτή χρησιμοποιεί στη δουλειά του άμμο, στάχτη, μαρμαρόσκονη, τσιμέντο, κάρβουνο. Τα έργα του με το κάρβουνο, με κυρίαρχο το μαύρο χρώμα και λίγο αιμάτινο κόκκινο (σκιάχτρα, υπομνήσεις ερειπωμένων αρχαίων πόλεων, πυρακτωμένοι ήλιοι), αποτελούν σ' αυτή την περίοδο την πιο προσωπική δουλειά του.
Στα κατοπινά χρόνια (1963-1965) διακρίνεται κάποια επίδραση του σουρεαλισμού, πιο συγκεκριμένα του Υ. Tanguy στους πίνακες με τις αιωρούμενες στο κενό βιομορφικές φόρμες, που προοδευτικά τείνουν να βγουν στο χώρο, και τελικά γίνονται τρισδιάστατες. Σ' αυτά τα έργα, του 1965, προωθεί τις αισθητικές αναζητήσεις του πάνω στο θέμα των υλικών, και κυρίως πάνω στη σχέση μορφής και χώ-ρου, μια σχέση που θα αποτελέσει βασικό άξονα της προβληματικής του. Με τα έργα του 1966 με τα άνθη, όπου επισημαίνεται επίδραση της ποπ αρτ, κλείνει η πρώιμη περίοδος του.
Από το 1967 αρχίζει να εκφράζεται με «αντικείμενα-καταστάσεις» και «αντικείμενα-θέματα». Επιλέγει αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως καφάσια φρούτων, πλακάκια, κασόνια, λαστιχένιους σωλήνες του κήπου, βρύσες, πόρτες, πάνινες καρέκλες, σιδερένιες σκάλες. Αυτά τα γυμνά από κάθε φιλολογία, μήνυμα ή στολίδι αντικείμενα είναι πρόκληση, αφορμή για «μεταμορφώσεις». Με λιτά μέσα, όπως μιαν απροσδόκητη οπτική γωνία, μια δυναμική προβολή μέσα στο χώρο, έναν έντονο, ρυθμικό συνδυασμό, μια εύστοχη αντίστιξη σχημάτων και χρωμάτων, κατορθώνει να μας κάνει να δούμε μια εντελώς καινούρια εικόνα, μιαν ανυποψίαστη πραγματικότητα, όπου το πεζό και το κοινότοπο έχουν μετουσιωθεί σε ποίηση. Μέσ' από το καθημερινό, έρχεται η υπέρβαση της καθημερινότητας. Άμεσα αναγνωρίσιμα τα αντικείμενα, κρατούν ακέραιη την ταυτότητα τους και ταυτόχρονα «σημαίνουν» και κάτι άλλο: το μοναδικό τρόπο που τα κοίταξε ο καλλιτέχνης.
Στην επόμενη φάση της πορείας του, με τα άδεια πεταμένα κουτιά μπύρας, με τα πώματα, και κυρίως με τις τσαλακωμένες, βρώμικες εφημερίδες που έριξε στα πόδια μας με μια ελεύθερη κίνηση, έδωσε μια εύστοχη εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας. Έργα με σαφή διάθεση κοινωνικής κριτικής, άμεσες αναφορές στην επικαιρότητα, γεννημένα στα χρόνια της δικτατορίας, είναι πάνω απ' όλα πλαστικές ει-κόνες, άλλοτε εφήμερες, όπως το έργο Πληροφορίες (1972) με τις εφημερίδες που ξεχύνονται μέσ' από ένα ξύλινο λούκι, και άλλοτε «αποκρυσταλλωμένες» -πίσω από το πλεξιγκλάς-, όπου η αντίστι-ξη των βρώμικων εφημερίδων και των λευκών γεωμετρικών όγκων, δεξιοτεχνικά σχεδιασμένων πάνω στο χαρτί, δημιουργεί έναν απροσδόκητο διάλογο ανάμεσα στο εφήμερο και το στατικό, στο φθαρμένο και το ανέγγιχτο, και πέρα από αυτά, ανάμεσα στον πραγματικό και το ζωγραφικό χώρο.
Προχωρώντας απλοποιεί τα μέσα του, γίνεται πιο λακωνικός και ταυτόχρονα πιο πολυσήμαντος. Χρησιμοποιεί τώρα μονόχρωμα χαρτιά, στραβόκαρφα, σπόγγους, κομμάτια ξύλου λειασμένα ή ακατέργαστα. Το ξύλο ανοίγει ένα μεγάλο κεφάλαιο στην τέχνη του, όπου η ύλη παίρνει το προβάδισμα απέναντι στο παραγόμενο απ' αυτήν αντικείμενο. Η ύλη σε μια διαλεκτική σχέση με τη ζωγραφική. Τα έργα τούτα, όπως και αυτά που 8α ακολουθήσουν, είναι ουσιαστικά ένα παιχνίδι, ένα γοητευτικό μπέρδεμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η ζωγραφική, ανάμεσα στο χειροπιαστό αντικείμενο και στη ζωγραφική εικόνα του. Η αφαίρεση φορτίζει τις εικόνες αυτές με μεγάλη δύναμη υποβολής. Στο λιτό, γυμνό σχεδόν χώρο του πίνακα, με τις ελάχιστες αλλά καίριες σχεδιαστικές επεμβάσεις του, οι σανίδες, οι ράβδοι, τα καρφιά με τους σπάγγους προικίζονται με ιδιόμορφη ένταση και αποκτούν νέα υπόσταση.
Στον επόμενο σταθμό της πορείας του προωθεί τον προβληματισμό του πάνω στο διφορούμενο της πραγματικής εικόνας και της ζωγραφικής αναπαράστασης της, και «αναλύει τα φαινόμενα». Μεγάλα γκρίζα πανιά που κατεβαίνουν από το ταβάνι, σκόνες βαρελιού με τα πρωτογενή χρώματα και μεταλλικές ράβδοι (ισοδύναμο της μεταλλικής κορνίζας) αναλύουν τον πίνακα στα συστατικά του. Αλλού η μεταλλική ράβδος μέσα στον πίνακα αναιρεί το ζωγραφικό χώρο, και αλλού το μέταλλο με τη μορφή μεγάλων φύλλων ένθετων στον πίνακα γίνεται αυτό το ίδιο πλαστικός αισθητικός χώρος. Ο πίνακας-καθρέφτης, εξάλλου, εικονογραφεί εύστοχα τη ρευστή σχέση ανάμεσα στην πραγματική εικόνα και στο είδωλο της.
Με τα έργα που έχουν για θέμα τους το δέντρο, τη βάρκα, τη θάλασσα, δημιουργεί ίσως τις πιο ποιητικές εικόνες του. Μέσ' από ευρηματικούς συνδυασμούς ζωγραφικής και κατασκευής δίνει επεισόδια της ζωής της βάρκας στη θάλασσα, ποικίλες εκδοχές του δέντρου, και όψεις της θάλασσας «όπως τη θυμάται». Το ξύλο είναι έντονα παρόν σε πολλές από αυτές τις συνθέσεις, μέσ' από ποικιλότροπους χειρισμούς. Οι σχέσεις ανάμεσα στο αντικείμενο, στο αντικείμενο-εικόνα και στο αντικείμενο-ιδέα σφραγίζουν και εδώ τη μορφολογία και την «ποιητική» των έργων, γεννώντας όμως συνεχώς καινούριες εικόνες.
Το πολυσήμαντο παιχνίδι με το χώρο είναι πάντοτε ουσιαστικός συνεργός. Το παιχνίδι ανάμεσα στον πραγματικό-βιωμένο χώρο, στον πλασματικό-αισθητικό χώρο και στο μεταφυσικό χώρο με την έννοια του άπειρου, του απόλυτου, είναι μια καθαρά προσωπική του κατάκτηση. Τα αντικείμενα του προσδιορίζονται καθοριστικά από το χώρο και ταυτόχρονα τον προσδιορίζουν και τον ενεργοποι-ούν. Τα αντικείμενα στα έργα του ξεπερνούν πάντα το χώρο του πίνακα και λειτουργούν μέσ' από τη διττή σχέση τους με το ζωγραφικό και τον πραγματικό χώρο. Αυτή η δυναμική, πολυεπίπεδη σχέση με τις ποικίλες «εκδοχές» αποτελεί θεμελιακό στοιχείο τής τόσο ιδιόμορφης ταυτότητας των έργων του. Με τα τεχνάσματα της προοπτικής, που συχνά λειτουργεί αμφίδρομα «παίρνοντας» έτσι το θεατή μέσα στο έργο, με την οφθαλμαπάτη, με την ανακλώμενη εικόνα, με το διάλογο του πραγματικού και του έντεχνου, μας παρασύρει μέσα στον «εύθραυστο» χώρο ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στην πραγματικότητα και το όνειρο, στο εφήμερο και το μόνιμο.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80 διευρύνει το φάσμα της προβληματικής του, και προωθεί τους πειραματισμούς του με τους εκφραστικούς του κώδικες, εμπλουτίζοντας και το αλφάβητο της γλώσσας του. Το Καμακωμένο ψάρι (1985) που σπαρταρά και τα «πορτρέτα» οικείων του προσώπων (1986, ζωγραφική και προβολή βίντεο), έργα που παρουσιάστηκαν στην Μπιενάλε Βενετίας το 1986, σηματοδοτούν μια νέα σχέση του καλλιτέχνη με την εικόνα και τη διαδικασία παραγωγής της. Οικειοποιείται τα σύγχρονα μέσα χωρίς να υποκύπτει στη μυθολογία των τεχνολογικών εφαρμογών. Τα χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει μια νέα εκδοχή του δικού του «μύθου», τα υποτάσσει στο δικό του «παιχνίδι» που παίζεται πάντα με τους όρους του αινιγματικού και απρόβλεπτου κόσμου της τέχνης όπου παγιδεύει το θεατή.
Ο συνδυασμός ζωγραφισμένης εικόνας, ηλεκτρονικής εικόνας και χειροπιαστής υλικής πραγματικό-τητας (σιδερένιο καμάκι) ανοίγει ένα νέο κεφάλα» στις πλαστικές αναζητήσεις του πάνω στους τρό-πους γένεσης της εικόνας και τους όρους πρόσληψης της από το θεατή, μέσ' από τις παγίδες της οπτικής απάτης που η τέχνη μηχανεύεται. Και πάλι ο καλλιτέχνης προτείνει καινούριες λύσεις, που γίνονται πρόκληση για τις συνήθειες του βλέμματος λειτουργώντας ερεθιστικά για το θεατή, ο οποίος βιώνει τώρα πιο άμεσα την εικαστική πράξη, μια πράξη «εν τω γίγνεσθαι» μπροστά στα μάτια του. Τα ολόσωμα «πορτρέτα» των φίλων του και πλάι τους το καμακωμένο ψάρι είναι εικόνες εύθραυστες, εφήμερες, που υπάρχουν, «ζουν» μόνο μέσ' από το φως του προβολέα, όσο διαρκεί η προβολή. Οι μορφές ωστόσο έχουν μια σκηνική παρουσία σε ένα χώρο δραματοποιημένο από τη δράση του φωτός και του σκοταδιού.
Το 1987 το μεσαιωνικό Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο, το στοιχειωμένο με φαντάσματα και μνήμες, είναι ο τόπος που 8α δεχτεί την εικαστική επέμβαση του, μέσα στο πνεύμα των νέων προσανατολισμών της πορείας του. Καταλυτική παρουσία το μεσαιωνικό παλάτι, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό, το «πρώτο αισθητικό στοιχείο» (σύμφωνα με τον καλλιτέχνη) που 8α τον εμπνεύσει στο δρώμενο του. Οι συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου, ο χώρος και ο χρόνος της ιστορίας, ο χώ-ρος και ο χρόνος της μνήμης, ο χώρος και ο χρόνος της τέχνης, γίνονται ο «καμβάς» πάνω στον οποίο εξυφαίνεται ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, στη ζωή και το θάνατο, στο πραγματικό και το εξωπραγματικό, στη φύση, την τέχνη και την τεχνολογία, στη χειρονομία του καλλιτέχνη και την άυλη εικόνα, στη ζωγραφική εικόνα και το είδωλο της, στην κίνηση και την ακινησία. Ισορροπίες, σχέσεις ρευστές, ασταθείς, μια ακατάπαυστα μεταβαλλόμενη οπτική πραγματικότητα, όπου το απρόβλεπτο είναι συνεχώς παρόν. Στοιχεία προσφιλή από παλιά στον καλλιτέχνη (το νερό, ο καθρέφτης) συμμετέχουν καθοριστικά στο παιχνίδι των μεταμορφώσεων του καλλιτέχνη-σκηνοθέτη, με φόντο την επιβλητική πέτρινη σκηνογραφία του παλατιού.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια κάποιοι πίνακες (σειρά Γένεση, 1992) και κυρίως οι μνημειακές κατασκευές (Άγιος Γεώργιος, 1990, Κιβωτός, 1991, Η Αποκαθήλωση, 1994) σηματοδοτούν έναν προβληματισμό πανανθρώπινης-οικουμενικής εμβέλειας, με μεταφυσικές προεκτάσεις, και ένα πυκνό συμβολικό φορτίο. Χαρακτηριστικοί σταθμοί σ' αυτή την πορεία του είναι η Κιβωτός -μια κατασκευή σε σχήμα αβγού με ξύλο, πίσσα και απομεινάρια βάρκας-και ο Άγιος Γεώργιος, μια εγκατάσταση όπου η αφαιρετικά ζωγραφισμένη, μεγάλων διαστάσεων, φιγούρα του αγίου λογχίζει με ένα πραγματικό δόρυ ένα τεράστιο μεταλλικό φίδι-δράκοντα, που τα μάτια του είναι τηλεοράσεις αναμμένες. Στη σειρά Γένεση δούλεψε το θέμα του αβγού σε μεγάλους πίνακες με χώμα, άχυρα και γαιώδη χρώματα. Σε αυτά τα έργα, τα υλικά με τη σημαντική τους αλλά και όλη η μορφολογική διατύπωση ενισχύουν το νοηματικό περιεχόμενο τονίζοντας αποτελεσματικά την πρωτογενή καθαρότητα.
Στις δημιουργίες των τελευταίων χρόνων κάποια σύμβολα και εικονογραφικοί τύποι καταξιωμένοι στη συλλογική συνείδηση, σχήματα και φόρμες με αρχετυπική σήμανση και εμβληματική ισχύ, συνομιλία του σύγχρονου και του επίκαιρου με το άχρονο και το υπερβατικό, θρησκευτικές και πολιτισμικές αναφορές εκφράζουν και δίνουν μορφή στο φιλοσοφικό-υπαρξιακό στοχασμό του, που δε θα μπορούσε να νοηθεί ανεξάρτητα από τη συγκυρία και τα συμφραζόμενα του τέλους του αιώνα.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις («Χίλτον», 1965• «Galerie Hake», Κολωνία, 1969' «R. Foncke», Γάνδη, 1969,1970,1972• «Sonna-bend», Παρίσι, 1970• «Defacgz», Βρυξέλλες, 1970' «Studio Santandrea», Mailand, 1970• Ινστιτούτο Γκαίτε, 1971- Palais des Beaux-Arts, Βρυξέλλες, 1971• «Springer», Βερολίνο, 1971• «Ursula Lichter», Φραγκφούρτη, 1971 • «Reckermann», Κολωνία, 1971 • «Kunsthalle Dusseldorf», Ντύσσελντορφ, 1972- «Ιόλας-Ζουμπουλάκη», 1973, 1976- «Δεσμός», 1977, 1979• οικία Καββαθά, Φιλοθέη, 1980• «Δεσμός», 1980- Πινακοθήκη Πιερίδη Γκαλερί «3», 1983• ΜΚΣΤ, θεσσαλονίκη, 1984• «Ζουμπουλάκη», 1985, 1988, 1990• Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, Ρόδος, 1987- Cadran Solaire Troyes, Γαλλία, 1989• «Μύλος», θεσσαλονίκη, 1990,1993,1997- «Επίκεντρο», Πάτρα, 1991,1994• «Polar Pascal», Βρυξέλλες, 1993' Art Athina - «Αγκάθι», 1993,1995•«Κρεωνίδης», 1994, 1996• «Λόλα Νικολάου», Θεσσαλονίκη, 1995,1999-Ίδρυμα Π.-Μ. Κυδωνιέως -με τον Τάκη-, Ανδρος, 1995• «Επίκεντρο», 1995 -Art Athina-, 1996• «Ιλεάνα Τούντα», 1996- Στοά Ευμενούς, Ακρόπολη, οργάνωση από το «Επίκεντρο», 1997• «Αστρολάβος», 1998• «Αστρολάβος», Πειραιάς, 1999 κ.α.) και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, 1957' Πανελλήνιες 1957, 1960, 1963, 1965, 1967, 1987• Salon des Realites Nouvelles, Παρίσι, 1960, 1961' Peintres et Sculpteurs Grecs de Paris, Musee d'Art Moderne, Παρίσι, 1962' Μπιενάλε Παρισιού, 1963, 1965• Μπιενάλε Σάο Πάουλο, 1965,1967- Salon Comparaisons, Παρίσι, 1965,1967' 4 Griechische Kunstler, Βελιγράδι, 1966' Expo '67, Μόντρεαλ, 1967' Art Hellenique Contemporain, Musee Rath, Γενεύη, 1967• Salon de la Jeune Peinture, Παρίσι, 1967- Avantgarde Griechenland, Wurttembergis-cher Kunstverein, Στουτγκάρδη, 1969• Surrealism, Moderna Museet, Στοκχόλμη, 1970• Three Dimen-sions, «Ad Libitum», Αμβέρσα, 1970' Grands et Jeunes d'Aujourd'hui, Παρίσι, 1970' Prix de la Critique Beige, Palais des Beaux-Arts, Charleroi, 1971 • Der Geist des Surrealismus, «Baukunst», Κολωνία, 1971' Documenta, Κάσσελ, 1975' Ευρωπάλια, Βρυξέλλες, 1982• Centre Cultural, Troyes, Γαλλία, 1982' Μπιενάλε Βενετίας, 1986' Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου, ΕΠΜΑΣ, 1992' Art Athina, 1993,1999' Park Tournay Solvay, Βρυξέλλες, 1994' Configura, Erfurt, Γερμανία, 1995' Διεθνής Συνάντηση Γλυπτικής, Δελφοί, 1995' Art across Oceans, Container '96, Κοπεγχάγη, 1996' Messaggeri dei Dei, Palazzo delle Esposizioni, Ρώμη, 1996' Electronically yours, Μητροπολιτικό Μουσείο Φωτογραφίας, Τόκιο, 1998-Three Generations of Greek Art, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Τελ Αβίβ, Ισραήλ, 1998' Π+Π=Δ, Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, 1999 κ.α.).
Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στις Π.Δ. Αθηναίων, Ρόδου, στο ΜΜΣΤ, Θεσσαλονίκη κ.α. Εικονογράφησε βιβλία (Οδύσσεια, μετάφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα 1992' Δ. Δαββέτας, Εξήντα ποιήματα, Αθήνα 1998). Δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες (Το Βήμα) και περιοδικά (Εικαστικά, Arti κ.α.) και τη συλλογή κειμένων Κανένας περίπατος δεν πρέπει να μένει χωρίς αμοιβή (Αθήνα 1995).